- γκρεμόβραχος
- οαπότομος βράχος: Γλίστρησα από γκρεμόβραχο και έγδαρα τα πόδια μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκρεμόβραχος — ο απόκρημνος βράχος … Dictionary of Greek